Και ο κάθε τελευταίος λαγκεράκιας της Ελλάδας έχει εμπεδώσει πια ότι η Satyr Brews έφερε το gypsy brewing στη χώρα. Ναι υπήρξαν συνάδελφοι πριν από εμάς που μισθώσαν ζυθοποιεία για την παραγωγή μπύρας, κανένας όμως με την craft κουλτούρα, το homebrewing υπόβαθρο και την τελείως out-of-the-box νοοτροπία που υπαγορεύουν την κάθε μας κίνηση. Πλέον το gypsy brewing έχει μπει στις ζωές του μπυρόφιλου κοινού της χώρας και κάθε μήνα ξεπετάγεται και ένας καινούργιος γύφτος, ανεβάζοντας τον πήχη αλλά δημιουργώντας και έναν απολύτως υγιή και θεμιτό ανταγωνισμό (στις απέλπιδες προσπάθειές τους να αγγίξουν την τελειότητα που ακούει στο όνομα Satyr).
Τώρα λοιπόν που ξεφυτρώνουν όλα αυτά τα φιντάνια, είχε έρθει η ώρα να πρωτοπορήσουμε και πάλι. Αυτή τη φορά, αποφασίσαμε να δείξουμε τι σημαίνει για την κραφτ κουλτούρα το collaboration, ή collab.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, το συναδελφικό πνεύμα μεταξύ «ανταγωνιστών» ζυθοποιών και η αστείρευτη όρεξη για πειραματισμούς, έχουν καθιερώσει τα collab brews, δηλαδή σπέσιαλ μπύρες που βράζονται συνεργατικά από δύο διαφορετικές ζυθοποιίες. Δε θέλει και πολύ μυαλό, ως συνήθως παίρνουμε τα αυτονόητα και τα παρουσιάζουμε ως καινοτομίες. Τα κολάμπ είναι πολύ ωραία και το κοινό τα γουστάρει, είναι μέρος της κουλτούρας του craft brewing, αλλά και πιο ουσιαστικά, ένας τρόπος διάχυσης της τεχνογνωσίας, ανταλλαγής «πατεντών». Κατά τη διάρκεια ενός collab, που μεταξύ άλλων θεμελιώνει και μία σχέση εμπιστοσύνης, δύο ζυθοποιοί με εμπειρία στον δικό του εξοπλισμό ο καθένας, μπορούν να ανταλλάξουν ιστορίες και ιδέες, πράγμα που βοηθάει και τους δύο να γίνουν καλύτεροι, και εξασφαλίζει ότι το κοινό τους θα συνεχίσει να πίνει εξαιρετικές μπύρες.
Πριν λοιπόν η Satyr μετουσιωθεί σε κάτι απτό, συγκεκριμένο και γαμάτο, είχε κάνει την εμφάνιση του στην ελληνική αγορά, ένας ζυθοποιός που δεν χρειαζόταν συστάσεις. Ο τύπος που είχε ιδρύσει το πρώτο πραγματικά craft μικροζυθοποιείο της Νορβηγίας, τη Nøgne Ø, αποφάσισε το 2015 να εγκατασταθεί στην Κρήτη και να αφοσιωθεί στην παραγωγή κρασιού, μπύρας (πρόσφατα και Gin). Ξέραμε ότι o Kjetil Jikiun είναι ο άνθρωπος μας.
Fast forward στη Θεσσαλονίκη το 2016, στο meet the brewer event που βρεθήκαμε με τον Κέτιλ την βραδιά που παρουσίαζε τις πρώτες μπύρες της Σόλο, την ώρα που η δικιά μας Menace ωρίμαζε σε μια δεξαμενή στη Χίο. Σε κλίμα πολύ ευχάριστης μπυροκουβέντας εφ’ όλης της ύλης, έρχεται αυθόρμητα κάποια στιγμή η ερώτηση «So, Kjetil, what do you think about us doing a collab brew together?» για να εισπράξουμε ένα άμεσο χαμογελαστό «I would love that».
Πέρασε κοντά ένας χρόνος, βγάλαμε και οι δύο διάφορες μπύρες, η Σόλο έκανε κι ένα collab με την Χάρμα που μας έκλεψε την πρωτιά, και αφού εμφανίστηκαν και οι Noctua με την κατάλληλη νοοτροπία που λέγαμε, και διάθεση να μπουν στην εξίσωση παρέχοντας στέγη στο ζυθοποιείο τους για να γίνει η βρασιά, βάλαμε μπρος την επόμενη φάση, που ήταν η διαμόρφωση της συνταγής. Ο Κέτιλ είχε έρθει να δει το ζυθοποιείο του Κεραμεικού όταν βράσαμε τη Νυξ, και ήξερε έτσι από πρώτο χέρι τις δυνατότητές του. Η ιδέα που προέκυψε από ανταλλαγή emails, ήταν να φτιάξουμε την πρώτη ελληνική New England IPA, κάτι πρωτότυπο που θα έδειχνε ότι έχουμε στόχο να ξεχωρίζουμε, ότι τα collabs είναι κάτι ξεχωριστό, και ότι ακόμα και στη μπύρα, η καινοτομία μπορεί να βοηθηθεί πολύ απ’ τη συνεργασία.
Άντε τώρα όμως να φτιάξεις συνταγή για ένα στυλ που διεθνώς μόλις άρχισε να εμφανίζεται, όταν η βιβλιογραφία είναι ελάχιστη, και οι μπύρες σπανιότατες (οι σκηνές αυτές συμβαίνουν προτού φέρουν τις πρώτες NEIPA οι γνωστοί-άγνωστοι Χαλαντραίοι – τόσο πρωτοπόροι θέλουμε να είμαστε). Αφού βάλαμε φίλους στα ξένα να μας ταχυδρομήσουν μπουκάλια και κουτάκια, δοκιμάσαμε, μας έφυγε το κλαπέτο, είχαμε πλέον άποψη και αρχίσαμε το brainstorming με τον Κέτιλ. Ξανά emails, ξανά τηλεφωνήματα, κι άλλες δοκιμές, αλλά τελικά το βρήκαμε: Ραχοκοκαλιά της μπύρας θα ήταν ένας πηχτό αλλά όχι overwhelming μίγμα βυνών κριθαριού και σιταριού, αλλά και νιφάδων βρώμης. Λυκίσκους δεν θα βάζαμε καθόλου στον βρασμό, παρά μόνο στο whirlpooling (εξού και το όνομα που προέκυψε τελικά), αφού το στυλ απαιτεί χαμηλά επίπεδα πικράδας ώστε να φέρνει όσο το δυνατό περισσότερο σε φρουτοχυμό. Για το σκοπό αυτό επιλέξαμε ένα παλιό μας φίλο που θα θυμάστε από την πρώτη Menace και ακούει στο κίνκυ όνομα Vic Secret. Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι αυτό που συμβαίνει μετά, καθώς η πρώτη προσθήκη λυκίσκου στη δεξαμενή γίνεται όσο η μαγιά είναι ακόμα ενεργή. Έτσι παρέα στα κύτταρα της μαγιάς (πιο αναλυτικά για αυτό το παρεάκι, παρακάτω) ήρθε και έπεσε άλλος ένας γνωστός μας. Galaxy λοιπόν, τροπικός και φρουτώδης. Αφού τελειώνε η ζύμωση ακόμη μία πολύ γενναία ποσότητα Galaxy προστέθηκε στη δεξαμενή για dry hopping. Όσο για τη μαγιά…
Θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο στέλεχος Vermont Yeast, στέλεχος που χρησιμοποιούν οι ιδρυτές του είδους εξ Αμερικής, εκεί στις Μασσαχουσέτες. Αυτό κάνει ένα κόλπο που πρόσφατα ανακαλύφθηκε και δεν έχει μελετηθεί ακόμα καλά, όμως πάνω κάτω δεν ζυμώνει απλά τα σάκχαρα, αλλά αλληλοεπιδρά με χημικές ενώσεις που διαχέει στο γλεύκος ο λυκίσκος, τις μεταβολίζει και τελικά η μπύρα έχει έξτρα γευστικά στοιχεία που προέκυψαν από συνδυασμό λυκίσκου και μαγιάς. Εκτός από γεύση, όλο αυτό το μπέρδεμα προσθέτει και θολούρα, μία θολούρα όμως εντελώς διαφορετική από αυτές που έχουν οι γνωστές μπύρες weiss. Δίνει στη μπύρα μια λασπώδη εμφάνιση που δεν επιτρέπει σε αχτίδα φωτός να διέλθει μέσα από το ποτήρι.
Η μαγιά Conan όμως είναι διαθέσιμη από τον προμηθευτή του εξωτερικού μόνο σε υγρή μορφή, γεγονός που κάνει την ίδια τη μαγιά αλλά και την αποστολή της πολύ ακριβή. Κάτι ο μπελάς της προσεκτικής διατήρησης θερμοκρασίας σε επίπεδα ψυγείου για να μην πεθάνουν τα κύτταρα της μαγιάς κατά τη μεταφορά, κάτι η αμφιβολία μας για το πως θα αντιδρούσαν οι υπάλληλοι του τελωνείου -που μάλλον θα σκεφτόντουσαν ότι κάνουμε παράνομο εμπόριο μοσχευμάτων- αναγκαστήκαμε να διαβούμε άλλη μια φορά το δύσβατο μονοπάτι που αποκαλούμε στη πιάτσα guerilla brewing. Ο καλός φίλος και ακόμα καλύτερος homebrewer (σε λίγους μήνες και ανερχόμενος gypsy brewer, τι λέγαμε νωρίτερα;) Λευτέρης Μεσημέρης, μπροστάρης της 7 Island Brewing, που ζει και μεγαλουργεί στην Κέρκυρα, είχε το συγκεκριμένο στέλεχος μαγιάς στο ψυγείο του, σε φακελάκι των 100ml για χρήση σε homebrews. Φρόντισε λοιπόν να καλλιεργήσει στο προσωπικό του homebrewery, (το οποίο σε αντίθεση με τις δικές μας redneckίλες, είναι πολύ πιο pro από τα περισσότερα microbreweries στην Ελλάδα) και να μας στείλει σε πακέτο από την Κέρκυρα ποσότητα ικανή να ζυμώσει τον ένα τόνο μπύρας που βράσαμε. Φρόντισε μάλιστα προς αποφυγή mixup να το μαρκάρει με ειδική σήμανση, ακατάλληλη για αναφορά σε ένα σοβαρό blog σαν το δικό μας (ας πούμε απλά ότι αφήνει αιχμές για καταξιωμένο Έλληνα αρθρογράφο μπύρας). Η μαγιά έφτασε σε άριστη κατάσταση. Pitchαρίστηκε στο γλεύκος και τα μαγικά που περιγράψαμε παραπάνω δούλεψαν ρολόι.
Μετά από κάποιες μέρες η Δίνη ήταν έτοιμη (ή μήπως και όχι;). Όπως η μαγιά είχε θολώσει τη μπύρα, κάπως έτσι κι ο ενθουσιασμός μας θόλωσε την κρίση μας και πήραμε την απόφαση, προκειμένου να είναι όσο πιο φρέσκια γίνεται και λαμβάνοντας υπόψη πόσο γρήγορα φθίνει η ποιότητα της φορτωμένης πρωτεϊνικά μπύρας αυτής, να την λανσάρουμε. Η αρχή έγινε στη Local Pub ως είθισται, και κατά πόδας ακολούθησε και η Bibere στον Πειραιά, πιστοί fan της Satyr και της Σόλο γαρ. Όλα συνέβησαν τόσο ακαριαία (προς τεράστια έκπληξή μας) που η διαπίστωση μας ότι η μπύρα ήταν ακόμα “άγουρη” ήρθε αργά για να προστατεύσουμε τους καλούς μας φίλους, και αρκετά λίτρα ήδη είχαν πέσει μέσα σε pints. Δεν κολλήσαμε εκεί όμως, είμαστε μάγκες και κάναμε επί τόπου call back όλες τις παραγγελίες, κατεβάσαμε στη Κρήτη τα βαρελάκια και τα αφήσαμε στο ψυκτικό θάλαμο της Σόλο να γειάνουν. 15 μέρες μετά, η μπύρα είχε πλέον έρθει στα ίσα της και ξεκίνησε να μοιράζεται στα γνωστά σημεία ανά την Ελλάδα – και όχι μόνο.
Φήμες αναφέρουν ότι σε κάποια παλέτα μέσα σε κάποιο βαπόρι, ταξιδεύει ένα βαρέλι Δίνης έχοντας συντροφιά μια Pubriot καθώς και σειρά άλλων εκλεκτών προϊόντων ελληνικών μικροζυθοποιείων, με τελικό προορισμό το Craft Beer Festival που διοργανώνουν οι Brewfellaz στην Κύπρο. Περισσότερες πληροφορίες για αυτό, όμως, όταν έρθει η κατάλληλη στιμγμή. Για την ώρα, όσοι δεν έχετε γευτεί ακόμα τη φρουτένια λάσπη που ακούει στο όνομα Δίνη, καλύτερα να το βάλετε στα άμεσα πλάνα. 40 βαρέλια βγήκαν από τη πόρτα του ζυθοποιείου, ο αριθμός αναμένεται να μείνει μονοψήφιος εντός του Σαββατοκύριακου.